- ἀνύδρων
- ἄνυδροςwaterlessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безводьныи — (18) пр. Безводный, сухой: в поуста˫а мѣста и безводна. (ἀνύδρους) ПНЧ XIV, 20в; идосте в мѣсто безводно. (ἀνύδρῳ) ФСт XIV, 122г; мѣсто... безводно ||=и лѣсно. преводнѣ же еу(г)альское оученье. предѣла же пото(к) вѣрны(х) цр҃кы. преже безводна… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
λουτέτσιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Lu. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των λανθανιδών· έχει ατομικό αριθμό 71, ατομική μάζα 174,97, ένα μόνο σταθερό ισότοπο, το 175Lu, και τα ραδιενεργά ισότοπα 173Lu, 174Lu, 176Lu και… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
λιποσώματα — Μικροσκοπικά σφαιρικά κυστίδια, τα οποία σχηματίζονται αυθόρμητα κατά την ενυδάτωση των φωσφολιπιδίων. Τα λ. αποτελούνται από μία διπλή μεμβράνη φωσφολιπιδίων και έναν εσωτερικό χώρο. Στη λιπιδική μεμβράνη, οι υδρόφιλες κεφαλές των λιπαρών οξέων… … Dictionary of Greek